- σκυτάλης
- σκυτάληstafffem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
SCYTALE — I. SCYTALE Graece Σκυτάλη, genus Epistolae secretae,d Laconibus olim usitatae, de qua sic A. Gellius l. 17. c. 9. Lacedaemonii veteres, quum dissimulare et occultare liter as publice ad Imper atores suos missas volebant, ne si ab hostibus… … Hofmann J. Lexicon universale
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
σκυτάλη — Είδος μικρού ραβδιού, που τη χρησιμοποιούσαν ιδιαίτερα στην αρχαία Σπάρτη οι έφοροι για την αποστολή των μυστικών μηνυμάτων τους στο εξωτερικό, σε στρατηγούς, βασιλιάδες και άλλους επίσημους. Τύλιγαν μια στενή άσπρη δερμάτινη ταινία γύρω από ένα… … Dictionary of Greek
σκυταλίας — ὁ, Α αυτός που έχει το σχήμα σκυτάλης, σχήμα ροπάλου («σκυταλίας σίκυος» μακρύ αγγούρι, Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκυτάλη + επίθημα ίας (πρβλ. κροταλ ίας)] … Dictionary of Greek
τετραγώνισμα — το, ΝΜΑ [τετραγωνίζω] νεοελλ. 1. ο μετασχηματισμός γεωμετρικού σχήματος σε τετράγωνο 2. η κατεργασία λίθου ή ξύλου κατά ορθές γωνίες μσν. αρχ. (για σχήμα) ορθογώνιο (α. «ἐκ τοῡ τετραγωνίσματος τῆς σκυτάλης», Τζέτζ. β. «μετὰ τὴν τετράγωνον ἐκκοπὴν … Dictionary of Greek